Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χρησιμοθηρία
1 item total
χρησιμοθηρία η [xrisimoθiría] Ο25 : η αντίληψη σύμφωνα με την οποία πρέπει να επιδιώκουμε ό,τι μας είναι χρήσιμο, ό,τι ικανοποιεί τις υλικές ανάγκες μας.

[λόγ. χρήσιμ(ος) -ο- + -θηρία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go