Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρεοκοπία
1 εγγραφή
χρεοκοπία η [xreokopía] Ο25 : 1.(νομ.) παράνομη ή γενικά σκόπιμη πτώχευση: Δόλια / απλή ~. || (επέκτ.) πτώχευση. 2. (μτφ.) ολοκληρωτική αποτυχία: ~ ενός πολιτικού / μιας κυβέρνησης / μιας ιδεολογίας.

[λόγ.: 1: ελνστ. χρεοκοπία· 2: σημδ. ιταλ. bancarotta]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες