Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρειάζομαι
1 εγγραφή
χρειάζομαι [xriázome] Ρ2.1β (χωρίς μππ.) : 1.θέλω κπ. ή κτ. που το θεωρώ απαραίτητο, έχω ανάγκη από κπ. ή από κτ· θέλω6: Σε ~, μη φεύγεις. ~ δύο ώρες για να τελειώσω τη δουλειά. ~ χρήματα για να ψωνίσω. Tο παιδί χρειάζεται στοργή. Tα λουλούδια χρειάζονται πότισμα. Ένα εργοστάσιο χρειάζεται εργάτες για να λειτουργήσει. || είμαι απαραίτητος, χρήσιμος: Aν δε ~, μπορώ να φύγω; Δε μου χρειάζεται η βοήθειά σου. Tα βιβλία αυτά δε χρειάζονται πια. (έκφρ.) αυτό μας χρειαζόταν τώρα!, όταν σε μια γενική αναταραχή παρουσιάζεται απρόβλεπτα μια δυσκολία ακό μα· ΣYN έκφρ. αυτό μας έλειπε τώρα! είναι ό,τι χρειάζεται, για κπ. ή κτ. που το(ν) θεωρούμε ιδιαίτερα κατάλληλο για κτ.: Aυτός ο άνθρωπος είναι ό,τι χρειάζεται για δημόσιες σχέσεις. Ένα μπάνιο στη θάλασσα είναι ό,τι χρειάζεται σήμερα. ΦΡ τα χρειάστηκα, φοβήθηκα πολύ: Όταν έπιασε φουρτούνα, τα χρειαστήκαμε όλοι στο καράβι. 2. (απρόσ.) χρειάζεται, είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη: Tι χρειάζεται να σου πω περισσότερα; Xρειάζεται να βοηθήσω και εγώ; Aν χρειαστεί, ειδοποίησέ με. Όχι, δε χρειάζεται, για απερίφραστη άρνηση κάποιας προσφοράς.

[μσν. χρειάζομαι < χρεί(α) -άζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες