Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χοϊκός
1 item total
χοϊκός -ή -ό [xoikós] Ε1 : που είναι από χώμα, από ύλη, σε αντιδιαστολή προς ό,τι είναι άυλο, πνευματικό: Ο ~ άνθρωπος.

[λόγ. < ελνστ. χοϊκός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go