Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χουντικός -ή -ό [xundikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη χούντα: Xουντική κυβέρνηση / εφημερίδα. Xουντικά συνθήματα. || (ως ουσ.) ο χουντικός, μέλος ή οπαδός της χούντας: H δίκη των χουντικών.
[λόγ. χούντ(α) -ικός]