Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χοροστάσι
2 items total [1 - 2]
χοροστάσι το [xorostási] Ο44 : 1.(λαϊκότρ.) ανοιχτός χώρος όπου στήνουν το χορό. 2. η θέση των ψαλτών στην εκκλησία.

[χορο- + -στάσι]

χοροστασία η [xorostasía] Ο25 : η παρουσία αρχιερέα σε εκκλησιαστική ακολουθία.

[λόγ. < ελνστ. χοροστασία `χορός δράματος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go