Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χλαίνη
1 εγγραφή
χλαίνη η [xléni] Ο30 & χλαίνα η [xléna] Ο25 στη σημ. 1 : 1.μεγάλο και χοντρό χειμωνιάτικο ύφασμα, που το έριχναν οι αρχαίοι στους ώμους και το στερέωναν με μια πόρπη· είδος χοντρού ιματίου. 2. μακρύ, χοντρό στρατιωτικό πανωφόρι.

[λόγ. < αρχ. χλαῖνα (στη σημ. 1) & μεταπλ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες