Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χειροτονία
1 item total
χειροτονία η [xirotonía] Ο25 : 1.εκκλησιαστική τελετή κατά την οποία ένας λαϊκός γίνεται διάκονος ή ένας κληρικός παίρνει ανώτερο βαθμό στην ιεροσύνη: ~ διακόνου / ιερέα / επισκόπου. 2. (παρωχ.) ξυλοδαρμός.

[λόγ. < ελνστ. χειροτονία, αρχ. σημ.: `ψήφιση με ανάταση των χεριών΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go