Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειροπέδη
1 εγγραφή
χειροπέδη η [xiropéδi] Ο30α (συνήθ. πληθ.) : καθένας από τους δύο μεταλλικούς κρίκους που συνδέονται μεταξύ τους με αλυσίδα και που τους περνούν στους καρπούς των κρατουμένων, όσο βρίσκονται έξω από τις φυλακές, για να μην μπορούν να αποδράσουν: Bάζω / περνώ σε κπ. χειροπέδες. || σύμβολο της στέρησης της ελευθερίας.

[λόγ. < ελνστ. χειροπέδη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες