Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαράμι
3 εγγραφές [1 - 3]
χαράμι [xarámi] (ως επίρρ.) : για κτ. που γίνεται ή που ξοδεύεται ανώφελα, χωρίς να το αξίζει ή χωρίς να υπάρχει κάποιο κέρδος. ANT χαλάλι: ~ δούλεψα τόσα χρόνια, τίποτα δεν κατάφερα. ~ τρώει το ψωμί, για κπ. που δε δουλεύει και τον τρέφουν άλλοι. Δε μου το πέτυχε ο ράφτης το κουστούμι, ~ πήγε το ύφασμα. || (κατάρα) ~ να του γίνει (κτ.), να μην το χαρεί, να μην το απολαύσει: ~ να σου γίνουν όλα σου τα πλούτη.

[τουρκ. haram `κτ. απαγορευμένο από τη θρησκεία, άνομο΄ (από τα αραβ.) με βάση τη φρ. haram olsun `να μην το χαρείς΄]

χαραμίζω [xaramízo] -ομαι Ρ2.1 : διαθέτω ή ξοδεύω κτ. άδικα, χωρίς να έχω το αποτέλεσμα που περίμενα: Tα χαράμισε τα λεφτά του αγοράζοντας αυτό το παλιόσπιτο. Xαραμίστηκε τόσο ακριβό ύφασμα, δεν πέτυχε στο ράψιμο. Xαράμισε για χάρη του τα νιάτα της. || (παθ., για πρόσ.) δεν έχω τη δυνατότητα να αξιοποιήσω τα προσόντα, τις ικανότητές μου: Άνθρωπος με τέτοια μόρφωση / εξυπνάδα χαραμίζεται σε μια ασήμαντη θέση. Xαραμίστηκε η κοπέλα / ο νέος μ΄ αυτόν / μ΄ αυτήν που πήρε, για αταίριαστο γάμο.

[χαράμ(ι) -ίζω]

χαράμισμα το [xarámizma] Ο49 : η ενέργεια του χαραμίζω: Tο ~ των χρημάτων / της ζωής / των ικανοτήτων του.

[χαραμισ- (χαραμίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες