Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χαλκομανία
1 item total
χαλκομανία η [xalkomanía] Ο25 : 1.εικόνα τυπωμένη σε διαφανή μεμβράνη και κολλημένη σε χαρτί, από όπου μπορούμε να τη μεταφέρουμε, με κατάλληλο τρόπο, σε άλλη λεία επιφάνεια: Στολίζω τα κόκκινα αυγά με χαλκομανίες. 2. (μτφ.) για γυναίκα πολύ έντονα βαμμένη, φτιασιδωμέ νη: Έγινε (σαν) ~. ΦΡ κάνω κπ. / κτ. ~, το(ν) λιώνω: Tον έκανε ~, τον έδει ρε πάρα πολύ. Tο έκανε / έγινε ~ το αυτοκίνητο, το κατέστρεψε τελείως· ΣYN ΦΡ το έκανε πίτα.

[λόγ. < ιταλ. calcomania < calco- = χαλκο- + αρχ. μανία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go