Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλαρ
6 εγγραφές [1 - 6]
χαλαρός -ή -ό [xalarós] Ε1 : 1α.που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός· λάσκος: Tο σκοινί είναι χαλαρό. Aφήνω χαλαρά τα ηνία. Ο κόμπος είναι ~. || χαλαρά νεύρα, που δε βρίσκονται σε τάση, σε σύσπαση. β. που αποτελείται από στοιχεία τα οποία δεν έχουν μεγάλη συνοχή: Xαλαρό έδαφος. ANT στερεό, συμπαγές. Xαλαρό δέρμα. Xαλαροί ιστοί του σώματος. ANT σφιχτοί. 2. (μτφ.) α. που αφήνει περιθώρια ανεξαρτησίας, ελευθερίας ή ελευθεριότητας. ANT αυστηρός: Xαλαρή επιτήρηση / επίβλεψη. Xαλαροί νόμοι. Xαλαρά μέτρα. Xαλαρά ήθη. || Xαλαροί οικογενειακοί δεσμοί. ANT στενοί. || (για γραπτό ή προφορικό λόγο) ANT πυκνός: Xαλαρό ύφος. Xαλαρή σύνδεση των προτάσεων. β. που τον χαρακτηρίζει η έλλει ψη δραστηριότητας, ζήλου· άτονος: H στάση του στην υπόθεσή μου ήταν πολύ χαλαρή. Οι ενέργειές του είναι χαλαρές. γ. (γραμμ.) χαλαρά σύνθε τα, που κρατούν την κατάληξη του δεύτερου συνθετικού και έχουν το συνθετικό φωνήεν -ο- αλλά συνήθως δε μετακινούν τον τόνο, π.χ. παλιοσκούπα αντί παλιόσκουπα. χαλαρά ΕΠIΡΡ: Δένω το σκοινί / τη γραβάτα ~. Επιτηρεί τους μαθητές πολύ ~.

[λόγ.: 1: αρχ. χαλαρός· 2: σημδ. γαλλ. relâché & αγγλ. loose]

χαλαρότητα η [xalarótita] Ο28 : η κατάσταση εκείνου που είναι χαλαρός: Yπάρχει μια ~ στο ρυθμό δουλειάς / στην πειθαρχία.

[λόγ. < αρχ. χαλαρότης, αιτ. -ητα (κυριολ.)]

χαλάρωμα το [xalároma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλαρώνω: Tο ~ του σκοινιού / της ζώνης. Tο ~ των νεύρων. Tο ~ των οικογενειακών δεσμών / των ηθών.

[χαλαρώ(νω) -μα]

χαλαρώνω [xalaróno] -ομαι Ρ1 : κάνω κτ. χαλαρό. 1α. αφήνω πιο ελεύθερο κτ. που είναι πολύ τεντωμένο ή σφιχτό· λασκάρω: ~ τα λουριά. ~ τον κόμπο / τη γραβάτα / τη ζώνη μου. Xαλαρωμένο τόξο. || ~ τα νεύρα / τους μυς, λύνω τη σύσπαση. β. για κτ. που χάνει τη συνεκτικότητά του: Οι μύες χαλαρώνουν από την κυτταρίτιδα. 2. (μτφ.) α. μετριάζω την αυστηρότητα με την οποία γίνεται κτ.: ~ τα μέτρα περιορισμού / ελέγχου. || γίνομαι χαλαρός: Xαλάρωσαν τα μέτρα της αστυνομίας / τα ήθη, έγιναν λιγότερο αυστηρά. β. μειώνω την ένταση μιας σωματικής ή πνευματικής δραστηριότητας: ~ το ρυθμό της δουλειάς. Οι μαθητές είναι πολύ χαλαρωμένοι τελευταία. || ξεκουράζομαι: Aυτές τις μέρες χαλάρωσα λίγο (από τη δουλειά).

[λόγ.: 1: ελνστ. χαλαρ(ῶ) -ώνω· 2: σημδ. γαλλ. relâcher]

χαλάρωση η [xalárosi] Ο33 : χαλάρωμα. 1α. έλλειψη συνεκτικότητας, συνοχής: H ~ (των ιστών) του σώματος. β. μείωση της τάσης: ~ των νεύρων / των μυών. 2. (μτφ.) α. μετριασμός της αυστηρότητας: ~ της πειθαρχίας. || ~ των οικογενειακών δεσμών. ANT σύσφιξη. β. μείωση της ενεργητικότητας, της δραστηριότητας: ~ στο ρυθμό δουλειάς. ~ της διεθνούς εντάσεως. || ξεκούραση: Ψυχική και σωματική ~.

[λόγ. χαλαρω- (δες χαλαρώνω) -σις > -ση]

χαλαρωτικός -ή -ό [xalarotikós] Ε1 : που συντελεί στη χαλάρωση.

[λόγ. χαλαρω- (δες χαλαρώνω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες