Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάφτω
1 εγγραφή
χάφτω [xáfto] & χάβω [xávo] Ρ4α : (οικ.) 1. αρπάζω την τροφή και την καταπίνω βιαστικά και λαίμαργα· καταβροχθίζω: Έχαψε ένα ολόκληρο κομμάτι κρέας σαν το γλάρο. ΦΡ ~ μύγες: α. περνάω τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτε: Kάθεται όλη τη μέρα και χάφτει μύγες. β. είμαι χαζός, αφελής. 2. (μτφ.) πιστεύω ό,τι ακούω, χωρίς να το ελέγχω: Άφησε τις δικαιολογίες, εγώ δεν τα ~ κάτι τέτοια. Aυτός είναι βλάκας, ό,τι του πεις το χάφτει. Tο ΄χαψε το παραμύθι.

[μσν. χάπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αρχ. κάπτω `καταπίνω με βουλιμία΄ ( [k > x] ;)· μεταπλ. χά(φτω) -βω με βάση το συνοπτ. θ. χαψ- κατά το σχ.: κλεψ- (έκλεψα) - κλέβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες