Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φόρτος
1 εγγραφή
φόρτος ο [fórtos] Ο18 : (λόγ.) φορτίο, βάρος, ιδίως υπερβολικό, ενοχλητικό. (έκφρ.) ~ εργασίας, πολλή και πιεστική δουλειά: Aνέβαλα τις διακοπές μου λόγω φόρτου εργασίας. || (ιατρ.) Γαστρικός ~, βαρυστομαχιά.

[λόγ. < αρχ. φόρτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες