Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φωτογράφιση η [fotoγráfisi] & φωτογράφηση η [fotoγráfisi] Ο33 : η ενέργεια του φωτογραφίζω, η λήψη φωτογραφίας: Aπαγορεύεται η ~ στρατιωτικών εγκαταστάσεων. H ~ της γης από δορυφόρο.
[λόγ. φωτογραφι- (φωτογραφίζω) -σις > -ση· λόγ. φωτογραφη- (φωτογραφώ) -σις > -ση]