Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φυτοζωώ
1 item total
φυτοζωώ [fitozoó] Ρ10.9α : 1. ζω στερημένα, με ελάχιστα οικονομικά μέ σα: Mε το μισθό που παίρνει, η οικογένειά του φυτοζωεί. 2. (μτφ.) α. υπάρ χω υποτυπωδώς, σε πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης: Οι τέχνες και τα γράμματα φυτοζωούν. β. βρίσκομαι σε κατάσταση μαρασμού, παρακμής, σε φθίνουσα πορεία: Mε την εξάπλωση της τηλεόρασης και του βίντεο ο κινηματογράφος φυτοζωεί.

[λόγ. φυτο- + -ζωώ κατά το ελνστ. εὐζωῶ `ζω καλά΄ απόδ. γαλλ. végéter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go