Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυγ*
19 εγγραφές [1 - 10]
φυγάδευση η [fiγáδefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φυγαδεύω: H φυγάδευση του δραπέτη / του καταζητούμενου στο εξωτερικό.

[λόγ. φυγαδεύ(ω) -σις > -ση (πρβ. μσν. φυγάδευσις `εξορία΄)]

φυγαδεύω [fiγaδévo] -ομαι Ρ5.1 : α. διευκολύνω κπ. να διαφύγει, να δραπετεύσει (συχνά στο εξωτερικό): Kατάφεραν να φυγαδεύσουν τους δράστες της ληστείας στο εξωτερικό. β. στέλνω, μεταφέρω κτ. κρυφά, παράνομα από έναν τόπο σε άλλον, σε μακρινή απόσταση ή στο εξωτερικό: Aρχαία αντικείμενα κλάπηκαν και φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό.

[λόγ. < αρχ. φυγαδεύω `εξορίζω΄ κατά τη σημ. της λ. φυγάς]

φυγάς ο [fiγás] Ο1 : αυτός που διαφεύγει κρυφά σε ξένη χώρα, επειδή διώκεται (δικαστικά, πολιτικά κτλ.) στην πατρίδα του: Φυγάδες του δικτατορικού καθεστώτος κατέφυγαν σε γειτονικές χώρες.

[λόγ. < αρχ. φυγάς (αιτ. -άδα) `δραπέτης, εξόριστος΄ σημδ. γαλλ. fugitif]

φυγή η [fijí] Ο29 (χωρίς πληθ.) : 1. βιαστική, εσπευσμένη απομάκρυνση κάποιου μπροστά σε μια απειλή, σε έναν κίνδυνο: Mπροστά στον κίνδυνο να συλληφθεί, προτίμησε τη ~. H ήττα τους εξελίχτηκε σε άτακτη ~. H φωτιά στο δάσος ανάγκασε τα ζώα σε ~. || Mαζική ~ των κατοίκων των μεγαλουπόλεων τα Σαββατοκύριακα προς τις παραλίες. (έκφρ.) τρέπω* κπ. σε (άτακτη) ~. 2. η κρυφή, η μη επιτρεπόμενη εγκατάλειψη ενός τόπου, μιας χώρας: Λίγο μετά τη σύλληψή τους ακολούθησε η απόδραση και η ~ τους στο εξωτερικό. 3. η προσπάθεια, η τάση αποφυγής καταστάσεων που κρίνονται ως ιδιαίτερα δυσάρεστες, δύσκολες, που δεν είναι δυνατό να υπερνικηθούν ή να αντιμετωπιστούν με επιτυχία: ~ από την καθημερινότητα / από τα προβλήματα / από (τον ίδιο) τον εαυτό μας.

[λόγ. < αρχ. φυγή `φυγή στη μάχη, απόδραση, εξορία΄ & σημδ. γαλλ. fuite]

φυγο- [fiγo] & φυγό- [fiγó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις. 1. (σε επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο αποφεύγει σκόπιμα να εκτελέσει ή να υποστεί αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: φυγόμαχος, φυγόπονος· συχνότερα με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού γένους: φυγόδικος, φυγόποινος, ~πόλεμος· || (σε ρήματα): ~δικώ, ~μαχώ. || (σε ουσιαστικά): ~δικία, ~μαχία. 2. με την έννοια μακριά: φυγόκεντρος· ~κεντρικός.

[λόγ. < αρχ. φυγο- < φυγ- (συνοπτ. θ. του φεύγω) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. φυγό-ξενος `που αποφεύγει τους ξένους΄, ελνστ. φυγό-πονος, φυγό-δικος & μτφρδ.: φυγό-κεντρος < γαλλ. centrifuge]

φυγοδικία η [fiγoδikía] Ο25 : (νομ.) η αποφυγή της δίκης από τον κατηγορούμενο, η σκόπιμη απουσία του από το δικαστήριο κατά τη μέρα και την ώρα της δίκης.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. φυγοδικία < φυγόδικ(ος) -ία]

φυγόδικος ο [fiγóδikos] Ο20α θηλ. φυγόδικη [fiγóδii] Ο32 : (νομ.) αυτός που αποφεύγει να δικαστεί, που σκόπιμα δεν παρουσιάζεται στο δικαστήριο κατά τη μέρα και την ώρα της δίκης του.

[λόγ. < ελνστ. φυγόδικος· λόγ. φυγόδικ(ος) -η]

φυγοδικώ [fiγoδikó] Ρ10.9α : (νομ.) αποφεύγω σκόπιμα να δικαστώ, δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο για να δικαστώ γι΄ αυτό που κατηγορούμαι.

[λόγ. < αρχ. φυγοδικῶ]

φυγοκεντρικός -ή -ό [fiγokendrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φυγόκεντρη δύναμη ή σε μηχανισμούς που λειτουργούν αξιοποιώντας την: Φυγοκεντρικές αντλίες. Φυγοκεντρικοί ανεμιστήρες. φυγοκεντρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. φυγόκεντρ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. centrifuge]

φυγοκέντριση η [fiγokéndrisi] Ο33 : διαδικασία κατά την οποία εφαρμό ζεται, αξιοποιείται η φυγόκεντρη δύναμη σε διάφορους μηχανισμούς, συσκευές κτλ. για ορισμένους σκοπούς: Mε τη ~ επιτυγχάνεται ο διαχωρισμός ορισμένων στερεών συστατικών που περιέχονται σε ένα υγρό σώμα. Στέγνωμα των ρούχων με ~.

[λόγ. φυγοκεντρ(ικός) -ισις > -ιση μτφρδ. γαλλ. centrifugation]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες