Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φτυάρι
4 εγγραφές [1 - 4]
φτυάρι το [ftxári] Ο44 : εργαλείο που αποτελείται από ένα πλατύ (συνήθ. μεταλλικό), λεπτό και ελαφρά βαθουλωμένο στο μέσο έλασμα, προσαρμοσμένο σταθερά σε μια μακριά (συνήθ. ξύλινη) λαβή και που χρησιμοποιείται κυρίως για τη μετατόπιση υλικών, όπως το χώμα, η άμμος, η λάσπη κτλ. και σπανιότερα για ανακάτεμα ή για σκάψιμο: Ο ένας έσκαβε το λάκκο κι ο άλλος πετούσε τα χώματα έξω με το ~. Kαθάριζαν με φτυάρια το χιόνι απ΄ τους δρόμους. Xέρια μακριά σαν φτιάρια. || (ειδικότ.) μακρύ ξύλο που καταλήγει σε πλατύ άκρο και που χρησιμοποιείται στους φούρνους για το φούρνισμα του ψωμιού. φτυαράκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. φτυάρι < ελνστ. πτυάριον (αποφυγή της χασμ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ) υποκορ. του αρχ. πτύον]

φτυαριά η [ftxarjá] Ο24 : 1. η καθεμιά κίνηση του φτυαριού που μετατοπίζει μια ποσότητα υλικού: Mε γρήγορες φτυαριές φόρτωσαν το αυτοκίνητο με άμμο. 2. η ποσότητα του υλικού που χωράει σε ένα φτυάρι: Mια ~ άμμος / λάσπη / κάρβουνο. 3. το χτύπημα με φτυάρι: Tου ΄δωσε μια ~ στο κεφάλι.

[φτυάρ(ι) -ιά]

φτυαρίζω [ftxarízo] -ομαι Ρ2.1 : μετατοπίζω, μεταφέρω και σπανιότερα μαζεύω ή ανακατεύω με το φτυάρι διάφορα υλικά: ~ το χώμα / την άμμο / το χιόνι / τη λάσπη. Tο χώμα πέτρωσε και δε φτυαρίζεται εύκολα.

[φτυάρ(ι) -ίζω]

φτυάρισμα το [ftxárizma] Ο49 : η ενέργεια του φτυαρίζω: Tο ~ του χώματος / της άμμου / του χιονιού.

[φτυαρισ- (φτυαρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες