Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φτέρνα
1 εγγραφή
φτέρνα η [ftérna] Ο25 : 1. το πίσω μέρος του πέλματος του ανθρώπινου ποδιού: Πάτησε ένα γυαλί και σκίστηκε η ~ του. Πατάω στις φτέρνες. (έκφρ.) χτυπούν οι φτέρνες του στους ώμους / στις πλάτες, για πολύ γρήγορο τρέξιμο, ιδίως ατόμου που καταδιώκεται, κινδυνεύει, είναι τρομοκρατημένο. || (επέκτ.) το αντίστοιχο μέρος του παπουτσιού, της κάλτσας: Οι κάλτσες τρύπησαν στις φτέρνες. 2. το οστό που βρίσκεται στο πίσω μέρος του πέλματος.

[μσν. φτέρνα < ελνστ. πτέρνα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] (αρχ. πτέρνη)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες