Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρονώ
1 εγγραφή
φρονώ [fronó] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) έχω τη γνώμη, την πεποίθηση, νομίζω, πιστεύω.

[λόγ. < αρχ. φρονῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες