Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρονιμίτης
1 εγγραφή
φρονιμίτης ο [fronimítis] Ο10 : κοινή ονομασία του δοντιού σωφρονιστήρας.

[λόγ. φρόνιμ(ος) -ίτης απόδ. γαλλ. dent de sagesse]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες