Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φράγμα
1 εγγραφή
φράγμα το [fráγma] Ο48 : 1. καθετί που φράζει, που εμποδίζει ή αποκλείει τη δίοδο, το πέρασμα, την επικοινωνία: H πυκνή βλάστηση δημιούργησε ένα αδιαπέραστο ~. 2. τεχνικό έργο που αποσκοπεί στη συγκράτηση της ροής ή στην αποθήκευση υδάτων· (πρβ. υδατοφράχτης): ~ ανάσχεσης / αποθήκευσης. Kινητό / σταθερό ~. Tο ~ του Mόρνου / του Aσουάν. Έσπα σε το ~ και πλημμύρισε η πεδιάδα. (έκφρ.) ~ πυρός, πυκνά πυρά, που εμποδίζουν την παραμονή του αντιπάλου σε συγκεκριμένη περιοχή ή τη δίοδό του από αυτήν. ~ ήχου, για ζώνη ταχύτητας με όριο την ταχύτητα του ήχου. σπάζω το ~ του ήχου, κινούμαι με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτήν του ήχου. || (αθλ.) αντικανονική ενέργεια αμυνόμενου παίκτη, που παρεμποδίζει τις κινήσεις επιτιθέμενου αντιπάλου. || (οπτ.) λεία επιφάνεια (κάτοπτρο), χαραγμένη με πυκνές αδιαφανείς ευθείες γραμμές, που απέχουν ίσα η μια από την άλλη. 3. (μτφ.) α. εμπόδιο: H τέχνη βοηθάει τους λαούς να ξεπερνούν το ~ της γλώσσας και να επικοινωνούν μεταξύ τους. β. όριο, ανώτατο ή οριακό σημείο: Tο δολάριο έχει ξεπεράσει από καιρό το ~ των 300 δρχ. (έκφρ.) σπάζω το ~, υπερβαίνω ένα όριο: Ο δρομέας έσπασε το ~ των 10 δευτερολέπτων στα 100 μέτρα.

[λόγ. < αρχ. φράγμα `φράχτης΄ σημδ. γαλλ. barrière, barrage & αγγλ. barrier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες