Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φοροεισπράκτορας ο [foroispráktoras] Ο5 : υπάλληλος που ήταν αρμόδιος για την είσπραξη φόρων.
[λόγ. φόρ(ος) -ο- + εισπράκτ(ωρ) -ορας μτφρδ. αγγλ. tax collector]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. φόρ(ος) -ο- + εισπράκτ(ωρ) -ορας μτφρδ. αγγλ. tax collector]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |