Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φοιτητόκοσμος
1 εγγραφή
φοιτητόκοσμος ο [fititókozmos] Ο20 (χωρίς πληθ.) : το σύνολο των φοιτητών, οι φοιτητές: Tο υπουργείο δεν ασχολήθηκε σοβαρά με τα προβλήματα του φοιτητόκοσμου.

[λόγ. φοιτητ(ής) -ο- + κόσμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες