Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φοβάμαι
1 εγγραφή
φοβάμαι [fováme] & φοβούμαι [fovúme] Ρ12 μππ. φοβισμένος* : 1. αισθάνομαι φόβο απέναντι σε κπ. ή σε κτ., διακατέχομαι από φόβο μήπως μου συμβεί κτ. κακό, ανεπιθύμητο: ~ το θάνατο / (σ)το σκοτάδι / το αεροπλάνο / τους κεραυνούς / τα γερατειά. ~ για τη ζωή μου / για την υγεία μου. Δε φοβάται κανέναν / τίποτα. Nομίζεις ότι θα σε φοβηθώ; ~ να πάω / φύγω μόνος μου. Tον ~ αυτό τον άνθρωπο, είναι επικίνδυνος. Δε φοβά σαι μήπως / μην πάθεις τίποτα / μήπως / μην αρρωστήσεις; Tον είδα πολύ φοβισμένο κι ανήσυχο. || ~ (το) Θεό, τον σέβομαι. (έκφρ.) τον φοβήθηκε το μάτι* μου. φοβάται (και) τον ίσκιο* του / τη σκιά του. ΦΡ ποιος είδε το Θεό* και δε φοβήθηκε! ~ κπ. ή κτ. όπως ο διάβολος το λιβάνι*. ΠAΡ ΦΡ τα σιγανά* ποταμάκια να φοβάσαι. ΠAΡ Φοβάται ο Γιάννης* το θεριό και το θεριό το Γιάννη. 2. ανησυχώ για κπ. ή για κτ.: Έχω μέρες να τον δω και ~ μην / μήπως έπαθε τίποτα. ~ για το μέλλον αυτού του παιδιού. 3. έχω την υποψία, την αίσθηση ή τη βεβαιότητα: ~ ότι αυτά που θα πω δε θα σας αρέσουν και πολύ. ~ ότι είχες δίκιο. ~ ότι θα ταλαιπωρηθούμε άδικα.

[αρχ. φοβ(οῦμαι) `τρομάζω΄, μεταπλ. -άμαι κατά τα ρ. -ώ, -άμαι· λόγ. < αρχ. φοβοῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες