Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φλόκι
1 item total
φλόκι το [flóki] Ο44 : το καθένα από τα μάλλινα, στριμμένα νήματα που εξέχουν από τις φλοκάτες.

[μσν. φλόκ(ος) < παλ. ιταλ. *flocco (σύγκρ. φιόγκος) ή βλάχ. floc (< λατ. floccus) υποκορ. ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go