Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλάουτο
1 εγγραφή
φλάουτο το [fláuto] Ο41 : ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από ένα σωλήνα με τρύπες κατά μήκος του και με στενό επιστόμιο στα πλάγια του πάνω άκρου του· πλαγίαυλος.

[ιταλ. flauto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες