Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλόπονος -η -ο [filóponos] Ε5 : που μοχθεί, που είναι επιμελής και ευσυνείδητος σε κάθε εργασιακή (πνευματική αλλά και χειρωνακτική) δραστηριότητά του. ANT φυγόπονος. || (ως ουσ.).
φιλόπονα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. φιλόπονος]