Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φθοροποιός
1 item total
φθοροποιός -ός / -ά -ό [fθoropiós] Ε13 : που προξενεί φθορά, καταστροφή: Bιομηχανικές δραστηριότητες φθοροποιές για το περιβάλλον. Φθοροποιά στοιχεία.

[λόγ. < ελνστ. φθοροποιός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go