Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φθορά
1 εγγραφή
φθορά η [fθorá] Ο24 : η βαθμιαία, η σταδιακή καταστροφή. 1α. (υλική) βλάβη, ζημιά: Tα υποβρύχια προξένησαν μεγάλη ~ στον εχθρικό στόλο. H ~ της υγείας του είναι ανεπανόρθωτη. H ~ ξένης ιδιοκτησίας τιμωρείται. (έκφρ.) μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας*. β. διάβρωση: Tα άλατα προξένησαν φθορές στις σωληνώσεις. 2. (κυρ. για πρόσ.) βαθμιαία απώλεια του κύρους, της φήμης: H μακροχρόνια παραμονή στην εξουσία επιφέρει ~ σε αυτούς που την ασκούν. 3. (μτφ.) ηθική, πνευματική βλάβη: H σημερινή ~ των ηθών δεν έχει προηγούμενο. 4α. λιώσιμο, χάλασμα από μακροχρόνια, συνεχή ή κακή χρήση: H ~ των παπουτσιών / των ελαστικών / των ρούχων. β. μείωση, απώλεια της σημασίας, της δύναμης, του κύρους: H ~ της γλώσσας / των θεσμών / της παράδοσης / των αξιών.

[λόγ. < ελνστ. φθορά, αρχ. σημ.: `καταστροφή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες