Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φθίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
φθίνω [fθíno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. υφίσταμαι, βρίσκομαι σε συνεχή ή σταδιακή φθορά, παρακμή, μαρασμό: H Ελλάδα φθίνει βιολογικά εξαιτίας της υπογεννητικότητας. H οικονομία / η παράδοση φθίνει. 2. βρίσκομαι σε μια πορεία μείωσης, ελάττωσης: H απόδοση των καταθέσεων φθίνει λόγω του πληθωρισμού.

[λόγ. < αρχ. φθίνω]

φθίνων -ουσα -ον [fθínon] Ε12 : που φθίνει: H οικονομία ακολουθεί φθίνουσα πορεία. Ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης. || (αστρον.) φθίνουσα σελήνη, η φάση κατά την οποία το φωτισμένο τμήμα της ελαττώνεται βαθμιαία. || (μαθημ.) φθίνουσα πρόοδος, που οι όροι της ελαττώνονται διαρκώς. || (ηλεκτρολ.) φθίνουσα ταλάντωση, που σβήνει συνεχώς.

[λόγ. < αρχ. φθίνων, -ουσα (αστρον.) & σημδ. γαλλ. décroissant ή αγγλ. diminishing]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες