Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φευγιο
1 εγγραφή
φευγιό το [fevjó] Ο38 : (οικ.) φυγή.

[μσν. φευγιόν < φεύγ(ω) -ιόν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες