Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φενάκη
1 εγγραφή
φενάκη η [fenáki] Ο30 : (λόγ.) ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση, παραπλάνηση· απάτη: Οι υποσχέσεις του / τα λόγια του αποδείχτηκαν ~.

[λόγ. < ελνστ. φενάκη `περούκα΄ κατά τη σημ. του φενακίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες