Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φενάκη η [fenáki] Ο30 : (λόγ.) ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση, παραπλάνηση· απάτη: Οι υποσχέσεις του / τα λόγια του αποδείχτηκαν ~.
[λόγ. < ελνστ. φενάκη `περούκα΄ κατά τη σημ. του φενακίζω]