Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φασκελοκουκούλωστα [faskelokukúlosta] (ως επιφ.) : (οικ., προφ.) για κτ. που οδηγείται σε αποτυχία, που δε διορθώνεται, δε θεραπεύεται (και για αυτό εγκαταλείπεται): Εκεί που έφτασε η υπόθεση, ~.
[φρ. φασκέ λω(σε) + κουκούλωσ΄ τα]