Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φασίστας
1 item total
φασίστας ο [fasístas] Ο3 θηλ. φασίστρια [fasístria] Ο27 : 1. οπαδός του φασισμού: Kαταδικάστηκε για συνεργασία με τους φασίστες. 2. για άτο μο που χαρακτηρίζεται από αυταρχική, καταπιεστική νοοτροπία ή συμπεριφορά: Στις παρέες του εμφανίζεται ως αριστερός αλλά στο σπίτι του είναι ~. φασιστάκι το (μειωτ.) YΠΟKΟΡ φασισταράς ο MΕΓΕΘ.

[ιταλ. fascista -ς· λόγ. φασίσ(τας) -τρια· φασίστ(ας) -αράς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go