Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φανφάρα
1 εγγραφή
φανφάρα η [fanfára] & φαμφάρα η [famfára] Ο25 : 1. μουσική πανηγυρικού χαρακτήρα, που εκτελείται με χάλκινα όργανα. 2. ορχήστρα που αποτελείται από χάλκινα όργανα. 3. (μτφ., συνήθ. πληθ.) α. πομπώδης, φλύαρος, κενός λόγος χωρίς ουσία: Mας ζάλισε το κεφάλι με τις φανφάρες του. β. πομπώδης και θορυβώδης εκδήλωση: Yποδέχτηκαν τον αρχηγό τους με φανφάρες.

[φαμ-: ιταλ. fanfara < γαλλ. fanfare (ηχομιμ.)· φαν-: λόγ. ορθογρ. δαν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες