Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φανατισμός
1 item total
φανατισμός ο [fanatizmós] Ο17 : υπέρμετρος ζήλος, άκριτη πίστη, τυφλό πάθος (υπέρ μιας θρησκείας, μιας θεωρίας, μιας ιδεολογίας κτλ.): Θρησκευτικός / εθνικός / κομματικός / ποδοσφαιρικός ~. Πιστεύω σε / υποστηρίζω / αγωνίζομαι για / διεκδικώ κάτι με φανατισμό. Ο ~ οδηγεί στην έχθρα, στο μίσος και στη βία. Yποστηρίζει τις ιδέες του με θρησκευτικό φανατισμό.

[λόγ. < γαλλ. fanatisme (-isme = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go