Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φακιόλι
1 εγγραφή
φακιόλι το [fakóli] Ο44 : (προφ.) γυναικείο μαντίλι που δένεται στο κεφά λι για να το προστατεύει, κυρίως κατά την εκτέλεση οικιακών εργασιών· (πρβ. τσεμπέρι).

[μσν. φακιόλιν < ελνστ. φακιάλιον < υστλατ. facial(e) `κεφαλόδεσμος΄ -ιον < λατ. facies `πρόσωπο΄ με επίδρ. του ελνστ. φακιόλιον (ίδ. σημ.) < λατ. fasciol(a) `μικρός επίδεσμος΄ -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες