Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαιοχίτωνας ο [feoxítonas] Ο5 : αυτός που φοράει φαιό χιτώνα. || (πληθ.) τα μέλη του χιτλερικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της Γερμανίας.
[λόγ. φαιοχίτ(ων) -ωνας < φαι(ός) -ο- + χιτών μτφρδ. γερμ. Braunhemd]