Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φαινόλη
1 item total
φαινόλη η [fenóli] Ο30 : (χημ.) συστατικό της λιθανθρακόπισσας με βαριά, δυσάρεστη οσμή, που χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό.

[λόγ. < γαλλ. phénol < αρχ. φαίν(ω) (δες στο φαίνομαι) + (alco)ol = (αλκο)όλη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go