Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φαινολογία η [fenolojía] Ο25 : (βιολ.) επιστημονικός κλάδος που μελετά την εξάρτηση των διάφορων βιολογικών φαινομένων των φυτών (ανάπτυξη, άνθηση κτλ.) από το περιβάλλον (κλιματολογικές συνθήκες).
[λόγ. < γαλλ. phénologie < αρχ. φαίν(ω) (δες στο φαίνομαι) -ο- + -logie = -λογία]



