Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φίμωση η [fímosi] Ο33 : I. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φιμώνω. 1α. (για ζώο) κλείσιμο του στόματος με φίμωτρο. β. (για άνθρ.) κλείσιμο του στόματος κάποιου, ώστε να μην μπορεί να μιλήσει ή να φωνάξει. 2. (μτφ.) ο περιορισμός, η κατάργηση της ελευθερίας του λόγου, της έκφρασης (και ιδ. του αντίλογου και της κριτικής): Tο αυταρχικό καθεστώς επέβαλε τη ~ κάθε αντιπολιτευτικού λόγου. II. (ιατρ.) η στένωση του ακραίου τμήματος του ανδρικού γεννητικού οργάνου, που εμποδίζει την αποκάλυψη της βαλάνου: H ~ θεραπεύεται συνήθως με χειρουργική επέμβαση.
[λόγ. < ελνστ. φίμω(σις) -ση]



