Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φάντης
1 item total
φάντης ο [fántis & fándis] Ο11 : τραπουλόχαρτο με τη φιγούρα νεαρού άντρα· βαλές: ~ κούπα / σπαθί. ΦΡ ~ μπαστούνι, για απροσδόκητη, ξαφνική και συχνά ανεπιθύμητη εμφάνιση κάποιου: Παρουσιάστηκε / εμφανίστηκε μπροστά μου (σαν) ~ μπαστούνι. τι σχέση έχει ο ~ με το ρετσινόλαδο;, για πράγματα τελείως άσχετα μεταξύ τους.

[ιταλ. fant(e) -ης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go