Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υψιπε
3 εγγραφές [1 - 3]
υψίπεδο το [ipsípeδo] Ο40 : εκτεταμένη πεδιάδα σε μεγάλο υψόμετρο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, η οποία συνήθ. περιβάλλεται από ψηλά βουνά. ANT βαθύπεδο: Tο ~ του Θιβέτ.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ὑψίπεδος `που βρίσκεται σε ψηλό μέρος΄ σημδ. γαλλ. haut plateau ή γερμ. Hochebene]

υψιπέτης ο [ipsipétis] Ο10 θηλ. υψιπέτιδα [ipsipétiδa] Ο28 : (λόγ.) αυτός που κινείται σε κόσμους πνευματικούς ή μεταφυσικούς.

[λόγ. < αρχ. ὑψιπέτης· λόγ. υψιπέτ(ης) -ις > -ιδα]

υψιπετής -ής -ές [ipsipetís] Ε10 : (λόγ.) για μεγαλόπνοες ιδέες, απόψεις κτλ. ή για υψηλή καλλιτεχνική έμπνευση.

[λόγ. < αρχ. ὑψιπετής `που βρίσκεται ψηλά΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες