Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υψικάμινος
1 εγγραφή
υψικάμινος η [ipsikáminos] Ο36 : μεταλλουργικό καμίνι με πολύ μεγάλο ύψος, το οποίο χρησιμοποιείται για το λιώσιμο του σιδήρου και των σιδηρούχων ορυκτών και τη μεταβολή τους σε χυτοσίδηρο. || εργοστάσιο συνεχούς λειτουργίας με υψικαμίνους.

[λόγ. υψι- + κάμινος σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. υψηλοκάμινος, μτφρδ. γαλλ. haut fourneau]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες