Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υφάδι
1 item total
υφάδι το [ifáδi] Ο44 : το κατά πλάτος και κάθετο στο στημόνι νήμα του υφάσματος που υφαίνεται στον αργαλειό.

[μσν. υφάδιον υποκορ. του αρχ. ὑφ(ή) -άδιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go