Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υστερία
1 εγγραφή
υστερία η [istería] Ο25 : 1.(ψυχιατρ.) νεύρωση η οποία εκδηλώνεται με παροδικές διαταραχές της σκέψης, της αισθητικότητας ή της κίνησης ή και με διάφορα μονιμότερα χαρακτηριστικά (παράλυση, πόνους, σπασμούς κτλ.). 2. έξαλλη, ανεξέλεγκτη συναισθηματική κατάσταση που φθάνει ως το παραλήρημα: Όλη η χώρα είχε πάθει πολεμική ~. Φαινόμενα μαζικής υστερίας εκδηλώθηκαν κατά την εμφάνιση του νεαρού τραγουδιστή. || για υπερβολικό εκνευρισμό, για μη ελεγχόμενα νεύρα: M΄ έπιασε ~ / έπαθα ~ όταν το άκουσα.

[λόγ. < γαλλ. hystérie < hystér(ique) = υστερ(ικός) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες