Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπόστυλος
1 εγγραφή
υπόστυλος -η -ο [ipóstilos] Ε5 : που στηρίζεται σε υποστυλώματα: ~ χώρος. Yπόστυλη αίθουσα.

[λόγ. < ελνστ. ὑπόστυλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες