Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποχρέωση
1 εγγραφή
υποχρέωση η [ipoxréosi] Ο33 : 1α.ό,τι επιβάλλει σε κπ. ο νόμος ή μια νομικής φύσης συνθήκη ή συμφωνία: Εκπληρώνω τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, τη στρατιωτική μου θητεία. Οι πολίτες έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. β. δέσμευση που απορρέει από κοινωνικές, επαγγελματικές κτλ. σχέσεις ή που έχει το χαρακτήρα ηθικής επιταγής, ηθικού χρέους: Δεν έχω καμιά ~ να σε τρέφω. Έχεις ~ να μορφώσεις τα παιδιά σου. Οι επαγγελματικές / οι κοινωνικές μου υποχρεώσεις δε μου το επιτρέπουν. Tο έκανε από ~, χωρίς ιδιαίτερη ευχαρίστηση. υποχρέωσή μου!, ως έκφραση ευγένειας στην περίπτωση που μας ζητάνε κτ. το οποίο θεω ρούμε ότι είναι μέσα στα καθήκοντά μας. (έκφρ.) ανειλημμένες* υποχρεώσεις. || (πληθ.) οι οικογενειακές υποχρεώσεις, τα οικογενειακά βάρη (ηθική ή οικονομική στήριξη, αποκατάσταση κτλ.): Δεν έχει υποχρεώσεις. Άνθρωπος με / χωρίς υποχρεώσεις. 2. η αίσθηση της οφειλής, της ανταπόδοσης απέναντι σε κπ. ο οποίος μας πρόσφερε μια σημαντική εκδούλευση: Έχω / νιώθω μεγάλη ~. Bγάζω την ~ / βγήκα από την ~, την ανταπέδωσα.

[λόγ. υποχρεω- (δες υποχρεώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. obligation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες