Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υποφώσκει
1 item total
υποφώσκει [ipofósi] Ρ (στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. υπέφωσκε : 1.(λόγ.) για το φως της αυγής που αρχίζει να αχνοφέγγει: Στον ορίζοντα ~ η αυγή. 2. (μτφ.) για κτ. ευοίωνο του οποίου αρχίζουν να διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια: Άρχισε να ~ μια ελπίδα.

[λόγ. γ' πρόσ. του αρχ. ὑποφώσκω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go