Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- υποφώσκει [ipofós
i] Ρ (στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. υπέφωσκε : 1.(λόγ.) για το φως της αυγής που αρχίζει να αχνοφέγγει: Στον ορίζοντα ~ η αυγή. 2. (μτφ.) για κτ. ευοίωνο του οποίου αρχίζουν να διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια: Άρχισε να ~ μια ελπίδα. [λόγ. γ' πρόσ. του αρχ. ὑποφώσκω]



